- απειροποιός
- ἀπειροποιός, -όν (Α)αυτός που καθιστά κάτι άπειρο, που του δίνει άπειρες διαστάσεις («δυνάμεις απειροποιοί»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπειροποιόν — ἀπειροποιός producing infinitude masc/fem acc sg ἀπειροποιός producing infinitude neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροποιοί — ἀπειροποιός producing infinitude masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)